μπασίδι

μπασίδι
τό
1) см. μπασιά 1; 2) способ проникновения, прохода (куда-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μπασίδι" в других словарях:

  • μπασίδι — το 1. η μπασιά 2. τρόπος εισόδου 3. παροιμ. «ο Χάρος μπασίδια έχει και βγαλσίδια δεν έχει» τον Χάρο κανείς δεν μπορεί να τόν αποφύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπασιά + υποκορ. κατάλ. ίδι] …   Dictionary of Greek

  • μπασεβγασίδι — το κατώφλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπασίδι + βγασίδι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»